τετρόροφος
Look at other dictionaries:
τετρόροφος — ον, Α βλ. τετραώροφος … Dictionary of Greek
τετραώροφος — η, ο / τετραώροφος, ον, ΝΑ, και τετρώροφος και τετρόροφος, ον, Α 1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις ορόφους 2. το ουδ. ως ουσ. το τετραώροφο(ν) κτήριο με τέσσερεις ορόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. δι ώροφος … Dictionary of Greek